- ἀράπικα
- ἀ̱ράπικα , ἀραπίζωgo throughperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αράπικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον Αράπη ή την Αραπιά 2. «αράπικα φιστίκια» είδος φιστικιού, καρπός της αραχίδας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αράπικα η αραβική γλώσσα 4. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) χορός της κοιλιάς, ανατολίτικος … Dictionary of Greek
αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Κάρβερ, Τζορτζ Ουάσιγκτον — (George Washington Carver, Μισούρι 1864 – 1943). Αμερικανός γεωπόνος και χημικός. Σπούδασε στο αγροτικό κολέγιο της Αϊόβα. Σε αυτόν οφείλεται η εισαγωγή της καλλιέργειας των αραχίδων (μονοετές φυτό που παράγει τα αράπικα φιστίκια) στις ΗΠΑ.… … Dictionary of Greek
αράπικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε Αράπη: Αυτό είναι πείσμα αράπικο. 2. αυτός που προέρχεται από την Αίγυπτο, την Αραβία ή την Αφρική: Εμπορευόταν το αράπικο φιστίκι. 3. ο μελαψός: Το πρόσωπό σου έγινε αράπικο. 4. το ουδ. στον πληθ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)